- χυλίζεται
- χυλίζωextract the juicepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρτίς — κυρτίς, ίδος, ἡ (Α) [κύρτος] 1. αλιευτικό δίχτυ 2. στραγγιστήρι, σουρωτήρι («χυλίζεται δὲ κοπεῑσα ἡ ῤίζα καὶ διὰ κυρτίδος», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
χυλίζω — ΜΑ [χυλός] 1. εκχυλίζω («χυλίζεται δὲ τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα καὶ ὁ καυλός... καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ», Διοσκ.) 2. μετατρέπω σε χυλό (α. «ὀπὸν χυλισθέντα», Γεωπ. β. «κόπρον κεχυλισμένην», Γεωπ.) … Dictionary of Greek